- αιγυπτιακός
- -ή, -όαυτός που ανήκει ή αναφέρεται στην Αίγυπτο: Η αρχαία ελληνική τέχνη δέχτηκε επιδράσεις από την αιγυπτιακή.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.
Αἰγυπτιακός — of masc nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
αἰγυπτιακός — of masc nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
αιγυπτιακός — ή, ό (Α αἰγυπτιακός, ή, ὸν) [Αἰγύπτιος] αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στην Αίγυπτο ή προέρχεται από αυτήν αρχ. (το ουδ. πληθ. ως ουσ.) τα Αιγυπτιακά τίτλος έργων τού Ελλάνικου και άλλων … Dictionary of Greek
Αιγυπτιακός Αστήρ — Διμηνιαίο περιοδικό του 19ου αι. με έδρα την Αλεξάνδρεια της Αιγύπτου (1886 88). Ιδρύθηκε από τον Βασίλειο Ματθαίο … Dictionary of Greek
Αἰγυπτιακά — Αἰγυπτιακός of neut nom/voc/acc pl Αἰγυπτιακά̱ , Αἰγυπτιακός of fem nom/voc/acc dual Αἰγυπτιακά̱ , Αἰγυπτιακός of fem nom/voc sg (doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
αἰγυπτιακά — Αἰγυπτιακός of neut nom/voc/acc pl αἰγυπτιακά̱ , Αἰγυπτιακός of fem nom/voc/acc dual αἰγυπτιακά̱ , Αἰγυπτιακός of fem nom/voc sg (doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Αἰγυπτιακῶν — Αἰγυπτιακός of fem gen pl Αἰγυπτιακός of masc/neut gen pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
αἰγυπτιακῶν — Αἰγυπτιακός of fem gen pl Αἰγυπτιακός of masc/neut gen pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Αἰγυπτιακόν — Αἰγυπτιακός of masc acc sg Αἰγυπτιακός of neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
αἰγυπτιακόν — Αἰγυπτιακός of masc acc sg Αἰγυπτιακός of neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)